ατυζηλός

ατυζηλός
ἀτυζηλός, -ή, -όν (Α) [ατύζομαι]
εκπληκτικός, φοβερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀτυζηλός — frightful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτυζηλόν — ἀτυζηλός frightful masc acc sg ἀτυζηλός frightful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτυζηλῷ — ἀτυζηλός frightful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”